Oxford Spanish Dictionary
enterprising [αμερικ ˈɛn(t)ərˌpraɪzɪŋ, βρετ ˈɛntəprʌɪzɪŋ] ΕΠΊΘ
- enterprising person
-
- enterprising person
-
- enterprising plan/venture
-
στο λεξικό PONS
enterprising ΕΠΊΘ
- enterprising
-
- emprendedor(a)
- enterprising
-
- enterprising
enterprising ΕΠΊΘ
- enterprising
-
- emprendedor(a)
- enterprising
-
- enterprising
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.