Oxford Spanish Dictionary
-
- ambivalent
στο λεξικό PONS
ambivalent [æmˈbɪvələnt] ΕΠΊΘ
- ambivalent
-
-
- ambivalent
ambivalent [æm·ˈbɪv·ə·lənt] ΕΠΊΘ
- ambivalent
-
-
- ambivalent
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.