Oxford Spanish Dictionary
I. Canadian [αμερικ kəˈneɪdiən, βρετ kəˈneɪdɪən] ΕΠΊΘ
II. Canadian [αμερικ kəˈneɪdiən, βρετ kəˈneɪdɪən] ΟΥΣ
-
- canadiense αρσ θηλ
I. English [αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ, βρετ ˈɪŋɡlɪʃ] ΕΠΊΘ
II. English [αμερικ ˈɪŋ(ɡ)lɪʃ, βρετ ˈɪŋɡlɪʃ] ΟΥΣ
I. plain <plainer plainest> [αμερικ pleɪn, βρετ pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain (unadorned):
2. plain (clear):
3. plain (blunt, straightforward):
4. plain (not good-looking):
II. plain [αμερικ pleɪn, βρετ pleɪn] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. Canadian [kəˈneɪdiən] ΟΥΣ
-
- canadiense αρσ θηλ
II. Canadian [kəˈneɪdiən] ΕΠΊΘ
English Canadian ΟΥΣ
I. Canadian [kə·ˈneɪ·di·ən] ΟΥΣ
-
- canadiense αρσ θηλ
II. Canadian [kə·ˈneɪ·di·ən] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.