στο λεξικό PONS
ˈthigh in·ju·ry ΟΥΣ
in·ju·ry [ˈɪnʤəri] ΟΥΣ
1. injury (wound):
2. injury no pl (wounding):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- thick-skinned
- thick waxy cuticle
- thief
- thieve
- thieving
- thigh injury
- thimble
- thimbleful
- thin
- thin down
- thine