I. mown [məʊn, αμερικ moʊn] ΡΉΜΑ
mown μετ παρακειμ: mow
II. mown [məʊn, αμερικ moʊn] ΕΠΊΘ
mow down <mowed, mown [or mowed]> ΡΉΜΑ μεταβ οικ
- to mow down ⇆ sb (intentionally)
- jdn niedermetzeln μειωτ
- to mow down ⇆ sb (accidentally)
- jdn töten
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.