στο λεξικό PONS
emer·gen·cy liq·uid·ity as·ˈsis·tance ΟΥΣ EE, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
as·sis·tance [əˈsɪstən(t)s] ΟΥΣ no pl
I. emer·gen·cy [ɪˈmɜ:ʤən(t)si, i:ˈ-, αμερικ ɪˈmɜ:r-, i:ˈ-] ΟΥΣ
1. emergency (extreme situation):
2. emergency ΠΟΛΙΤ:
3. emergency αμερικ (emergency room):
II. emer·gen·cy [ɪˈmɜ:ʤən(t)si, i:ˈ-, αμερικ ɪˈmɜ:r-, i:ˈ-] ΟΥΣ modifier
emergency (landing, meeting):
liq·uid·ity [lɪˈkwɪdəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
1. liquidity ΧΗΜ:
2. liquidity ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liquidity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.