στο λεξικό PONS
cor·po·rate ˈcli·ent ΟΥΣ
- Firmenkunde (-kun·din)
-
cor·po·rate [ˈkɔ:pərət, αμερικ ˈkɔ:r-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. corporate (shared by group):
2. corporate (of corporation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
corporate client ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
corporate client business ΟΥΣ ΤΜΉΜ
client ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
client ΟΥΣ IT
corporate ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.