στο λεξικό PONS
Man·dant(in) <-en, -en> [manˈdant] ΟΥΣ αρσ(θηλ) ειδικ ορολ
- Mandant(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Mandant(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Mandant(in) (Kunde eines Steuerberaters, Wirtschaftsprüfers oder Anwalts)
-
-
- Mandant(in) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.