στο λεξικό PONS
con·trac·tual ˈpen·al·ty ΟΥΣ ΝΟΜ
con·trac·tual [kənˈtræktʃuəl] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
pen·al·ty [ˈpenəlti, αμερικ -t̬i] ΟΥΣ
1. penalty ΝΟΜ:
2. penalty μτφ (punishment):
3. penalty (disadvantage):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
contractual penalty ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
contractual ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.