στο λεξικό PONS
com·po·site ma·ˈterial ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
I. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΟΥΣ
1. material (substance):
4. material no pl (information):
5. material (equipment):
II. ma·terial [məˈtɪəriəl, αμερικ -ˈtɪr-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. com·po·site [ˈkɒmpəzɪt, αμερικ kəmˈpɑ:zɪt] ΟΥΣ
1. composite (mixture):
2. composite (building material):
3. composite Η/Υ:
II. com·po·site [ˈkɒmpəzɪt, αμερικ kəmˈpɑ:zɪt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.