στο λεξικό PONS
an·nual sta·ˈtis·tics ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
sta·tis·tics [stəˈtɪstɪks] ΟΥΣ
1. statistics + ενικ ρήμα (science):
2. statistics (data):
I. an·nual [ˈænjuəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. an·nual [ˈænjuəl] ΟΥΣ
2. annual (plant):
statistics ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
annual statistics ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
statistics ΟΥΣ CTRL
-
- Statistik θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.