στο λεξικό PONS
amor·ti·za·tion [əˌmɔ:tɪˈzeɪʃən, αμερικ æˌmɔ:rˈt̬ə-] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
an·nu·ity [əˈnju:əti, αμερικ -nu:ət̬i] ΟΥΣ
1. annuity (sum of money):
-
- Jahreszahlung θηλ
2. annuity (contract):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
annuity amortization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
amortization ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abschreibung θηλ
amortization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Tilgung θηλ
annuity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.