στο λεξικό PONS
im·mu·ni·za·tion [ˌɪmjənaɪˈzeɪʃən, αμερικ -jənɪˈ-] ΟΥΣ ΙΑΤΡ
I. ac·tive [ˈæktɪv] ΕΠΊΘ
1. active (not idle):
2. active (not passive):
4. active (radioactive):
7. active ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
immunization ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
active immunisation
immunisation βρετ, immunization αμερικ [ˌɪmjənaɪˈzeɪʃn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.