στο λεξικό PONS
EC1 [ˌi:ˈsi:] ΟΥΣ no pl ιστ
EC συντομογραφία: European Community
- EC
-
Euro·pean Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EC ΟΥΣ no pl ιστ
Euro·pean Com·ˈmu·nity ΟΥΣ, EC ΟΥΣ no pl ιστ
EC cen·tral ˈbank ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
EC Eco-Audit-Directive ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
EC central bank ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
EC solvency ratio ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.