στο λεξικό PONS
cri·sis <pl -ses> [ˈkraɪsɪs, pl -si:z] ΟΥΣ
I. Asian [ˈeɪʃən, αμερικ ˈeɪʒən] ΟΥΣ
II. Asian [ˈeɪʃən, αμερικ ˈeɪʒən] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Asian crisis ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Asienkrise θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.