στο λεξικό PONS
AGM [ˌeɪʤi:ˈem] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
AGM συντομογραφία: annual general meeting
annual general meeting ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
an·nual gen·e·ral ˈmeet·ing, AGM ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
reso·lu·tion [ˌrezəˈlu:ʃən, αμερικ -əˈlu:-] ΟΥΣ
1. resolution no pl επιβεβαιωτ (determination):
2. resolution no pl τυπικ (solving of):
3. resolution ΠΟΛΙΤ (proposal):
4. resolution:
5. resolution no pl ΧΗΜ, ΤΕΧΝΟΛ:
6. resolution no pl Η/Υ, ΦΩΤΟΓΡ, TV (picture quality):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
AGM resolution ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- agitated
- agitatedly
- agitation
- agitator
- agitprop
- AGM resolution
- agnatic
- agnosia
- agnostic
- agnosticism
- ago