Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
youth <pl youths [juːðz]> [βρετ juːθ, αμερικ juθ] ΟΥΣ
3. youth (state of being young):
worker [βρετ ˈwəːkə, αμερικ ˈwərkər] ΟΥΣ
1. worker (employee):
2. worker (proletarian):
-
- prolétaire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
worker [ˈwɜ:kəʳ, αμερικ ˈwɜ:rkɚ] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
worker [ˈwɜr·kər] ΟΥΣ
3. worker (person who works hard):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- yourself
- yourselves
- youth
- youth culture
- youthful
- youth worker
- YouTuber
- yowl
- yo-yo
- yo-yo dieting
- yr