Oxford Spanish Dictionary
youth worker ΟΥΣ
worker [αμερικ ˈwərkər, βρετ ˈwəːkə] ΟΥΣ
youth <pl youths [juːðz]> [αμερικ juθ, βρετ juːθ] ΟΥΣ
1.1. youth U (early life):
2. youth (young people):
στο λεξικό PONS
youth [ju:θ] ΟΥΣ
1. youth χωρίς πλ (period when young):
youth [juθ] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- youthful
- youthfulness
- youth hostel
- youth hosteler
- youth hosteling
- youth worker
- YouTuber
- yowl
- yo-yo
- yr
- yr.