tomoz ΕΠΊΡΡ βρετ οικ
tomoz → tomorrow
- tomoz
-
I. tomorrow [βρετ təˈmɒrəʊ, αμερικ təˈmɔroʊ] ΟΥΣ
1. tomorrow κυριολ:
II. tomorrow [βρετ təˈmɒrəʊ, αμερικ təˈmɔroʊ] ΕΠΊΡΡ
1. tomorrow κυριολ:
III. tomorrow [βρετ təˈmɒrəʊ, αμερικ təˈmɔroʊ]
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.