snuck [βρετ snʌk, αμερικ snək] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ οικ
snuck → sneak
I. sneak [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΟΥΣ οικ, μειωτ
III. sneak [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΡΉΜΑ μεταβ
1. sneak (have secretly) οικ:
2. sneak (steal):
IV. sneak [βρετ sniːk, αμερικ snik] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. sneak (move furtively):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.