Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
perceptiveness [βρετ pəˈsɛptɪvnəs, αμερικ pərˈsɛptɪvnəs] ΟΥΣ
perceptiveness → perception
perception [βρετ pəˈsɛpʃ(ə)n, αμερικ pərˈsɛpʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. perception:
2. perception (view):
3. perception (insight):
4. perception:
-
- perception θηλ
στο λεξικό PONS
-
- perceptiveness
-
- perceptiveness
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- perceive
- per cent
- percent
- percentage
- percentage point
- perceptiveness
- perch
- perchance
- percipient
- percolate
- percolator