Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. terminal [βρετ ˈtəːmɪn(ə)l, αμερικ ˈtərmənl] ΟΥΣ
II. terminal [βρετ ˈtəːmɪn(ə)l, αμερικ ˈtərmənl] ΕΠΊΘ
1. terminal:
2. terminal (occurring each term):
dumb [βρετ dʌm, αμερικ dəm] ΕΠΊΘ Ce mot peut être perçu comme injurieux dans cette acception. Lui préférer speech impaired.
1. dumb (unable to speak):
στο λεξικό PONS
I. terminal [ˈtɜ:mɪnl, αμερικ ˈtɜ:r-] ΕΠΊΘ
I. terminal [ˈtɜr·mɪ·n ə l] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.