Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. chestnut [βρετ ˈtʃɛsnʌt, αμερικ ˈtʃɛs(t)ˌnət] ΟΥΣ
1. chestnut:
2. chestnut (wood):
-
- châtaignier αρσ
3. chestnut (nut):
6. chestnut ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
-
- marronnier αρσ
στο λεξικό PONS
I. chestnut ΟΥΣ
II. Spanish [ˈspænɪʃ] ΟΥΣ
I. English [ˈɪŋglɪʃ] ΕΠΊΘ
I. chestnut ΟΥΣ
II. Spanish [ˈspæn·ɪʃ] ΟΥΣ
I. English [ˈɪŋ·glɪʃ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.