attaccante στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

10. attaccare (assalire) ΣΤΡΑΤ:

11. attaccare cane:

“at 'em!” he said to his dog βρετ
“sic!” he said to his dog αμερικ

II.attaccare [attakˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
attaccante αρσ
attaccante αρσ θηλ
attacker ΣΤΡΑΤ, ΑΘΛ
attaccante αρσ θηλ
light into οικ

attaccante στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.attaccante [at·tak·ˈkan·te] ΕΠΊΘ (squadra)

II.attaccante [at·tak·ˈkan·te] ΟΥΣ αρσ θηλ ΑΘΛ

I.attaccare [at·tak·ˈka:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

II.attaccare [at·tak·ˈka:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

III.attaccare [at·tak·ˈka:·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα attaccarsi

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
attaccante αρσ θηλ

attaccante Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

attaccare bottone (con qu) μτφ οικ
attaccare un bottone (a qu) μτφ οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Attaccante esterno o ala che può essere impiegato anche da trequartista o falso 9, abbina un grande atletismo ad un'ottima tecnica di base.
it.wikipedia.org
Attaccante dotato fisicamente, può essere impiegato sia da ala che da seconda punta.
it.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski