attaccante στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Ιταλικά»Ισπανικά (Μετάβαση προς Ισπανικά»Ιταλικά)

attaccante ΟΥΣ αρσ SPORT

I.attaccare ΡΉΜΑ trans

II.attaccare ΡΉΜΑ intr

Μεταφράσεις για attaccante στο λεξικό Ισπανικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Ισπανικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
attaccante m/f
attaccante m

attaccante Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Ιταλικά
Attaccante dotato fisicamente, può essere impiegato sia da ala che da seconda punta.
it.wikipedia.org
Attaccante esterno o ala che può essere impiegato anche da trequartista o falso 9, abbina un grande atletismo ad un'ottima tecnica di base.
it.wikipedia.org

Αναζητήστε "attaccante" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski