Ελληνικά » Γερμανικά

λαδιά [laˈðja] SUBST θηλ

1. λαδιά (κηλίδα):

Ölfleck αρσ

3. λαδιά (σοδειά):

Ölernte θηλ

λαζάνια [laˈzaɲa] SUBST ουδ πλ

λαγνεία [laɣˈnia] SUBST θηλ

λάντζα [ˈlandza] SUBST θηλ

1. λάντζα (για τα πιάτα):

Abwaschbecken ουδ

2. λάντζα (πλύσιμο):

Spülen ουδ

Ινδία [inˈðia] SUBST θηλ, Ινδίες [inˈðiɛs] SUBST θηλ πλ

Indien ουδ ενικ

λαλιά [laˈʎa] SUBST θηλ

3. λαλιά (τόνος της φωνής):

Ton αρσ

4. λαλιά (κελάιδημα):

Gezwitscher ουδ

διόδια [ðiˈɔðia] SUBST ουδ πλ

1. διόδια (για δρόμο ή γέφυρα):

Maut θηλ ενικ

2. διόδια (για αυτοκινητόδρομο):

Autobahngebühr θηλ ενικ

βάρδια [ˈvarðja] SUBST θηλ

1. βάρδια (φρουρά):

Wache θηλ

εφόδια [ɛˈfɔðia] SUBST ουδ πλ

1. εφόδια (τρόφιμα κτλ):

Vorräte αρσ πλ

2. εφόδια (μέσα):

Mittel ουδ πλ

καρδιά [karˈðja] SUBST θηλ

λιγδιά [liɣˈðja] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский