Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάρδια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάρδια [ˈvarðja] SUBST θηλ

1. βάρδια (φρουρά):

βάρδια
Wache θηλ

2. βάρδια (σε εργοστάσιο):

βάρδια
Schicht θηλ
πρωινή βάρδια
Frühschicht θηλ
Spätschicht θηλ
νυχτερινή βάρδια
Nachtschicht θηλ
Schichtarbeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βάρδια

πρωινή βάρδια
νυχτερινή βάρδια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский