Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαμπυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαμπυρί|ζω <-σα> [lambiˈrizɔ] VERB αμετάβ

1. λαμπυρίζω (αμυδρά):

λαμπυρίζω

2. λαμπυρίζω (ειδικά άστρα):

λαμπυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский