Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λανθάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λανθάν|ω [lanˈθanɔ] VERB αμετάβ nur präs

1. λανθάνω (υπάρχω μόλις αντιληπτός):

λανθάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский