Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λανθασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λανθασμέν|ος <-η, -ο> [lanθazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

λανθασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский