Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λανσάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λανσάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [lanˈsarɔ] VERB μεταβ (προϊόν)

λανσάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский