Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαξευτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαξευτ|ός <-ή, -ό> [laksɛfˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. λαξευτός (σκαλισμένος σε πέτρα):

λαξευτός

2. λαξευτός (σε ξύλο):

λαξευτός

3. λαξευτός μτφ:

λαξευτός λόγος
(fein) ausgearbeitete Verse αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με λαξευτός

λαξευτός λόγος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский