Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαξεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαξεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [laˈksɛvɔ] VERB μεταβ

1. λαξεύω (σε πέτρα):

λαξεύω

2. λαξεύω (σε ξύλο):

λαξεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский