Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „λαός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

λαός [laˈɔs] SUBST αρσ

1. λαός (σύνολο των κατοίκων μιας χώρας):

λαός
Volk ουδ
ο εκλεκτός λαός

2. λαός (κόσμος):

λαός
Leute πλ
ήρθε πολύς λαός
ο λαός της Αθήνας
die Bürger αρσ πλ Athens

3. λαός (κατώτερες κοινωνικές τάξεις):

λαός
die breite Masse θηλ

Λάος [ˈlaɔs] SUBST ουδ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με λαός

Brudervolk ουδ
ο λαός της Αθήνας
die Bürger αρσ πλ Athens
ο εκλεκτός λαός
ο πολύς λαός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский