Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: laben , Haben και haben

I . haben <hat, hatte, gehabt> [ˈhaːbən] VERB μεταβ

3. haben +negation +zu +inf (können):

II . haben <hat, hatte, gehabt> [ˈhaːbən] VERB αυτοπ ρήμα

haben sich haben οικ (sich anstellen):

Haben <-s> SUBST ουδ ενικ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

I . laben [ˈlaːbən] VERB μεταβ τυπικ

II . laben [ˈlaːbən] VERB αυτοπ ρήμα sich laben

1. laben τυπικ (an Getränk):

sich laben an +δοτ

2. laben τυπικ (an Speise):

sich laben an +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский