Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποφέρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υποφέρ|ω <-α> [ipɔˈfɛrɔ] VERB μεταβ

2. υποφέρω (παθαίνω, υφίσταμαι):

υποφέρω

II . υποφέρ|ω <-α> [ipɔˈfɛrɔ] VERB αμετάβ

1. υποφέρω (πάσχω: γενικά):

υποφέρω από κάτι
unter etw δοτ leiden

2. υποφέρω (από αρρώστια):

υποφέρω από κάτι
an etw δοτ leiden

Παραδειγματικές φράσεις με υποφέρω

υποφέρω βάσανα
υποφέρω τα πάνδεινα
υποφέρω από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский