Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: grunzen , grünen , grub , grün και Grund

grunzen [ˈgrʊntsən] VERB αμετάβ (auch Mensch)

Grund <-(e)s, Gründe> [grʊnt, pl: ˈgrʏndə] SUBST αρσ

3. Grund nur ενικ (von Gefäß):

πάτος αρσ

4. Grund nur ενικ (Grundlage):

βάση θηλ

grub [gruːp]

grub απλ παρελθ von graben

Βλέπε και: graben

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский