Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κοκκινίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κοκκινί|ζω <-σα, -σμένος> [kɔciˈnizɔ] VERB αμετάβ

1. κοκκινίζω (γίνομαι κόκκινος):

κοκκινίζω

2. κοκκινίζω (πρόσωπο):

κοκκινίζω

II . κοκκινί|ζω <-σα, -σμένος> [kɔciˈnizɔ] VERB μεταβ

1. κοκκινίζω (βάφω):

κοκκινίζω

2. κοκκινίζω (κρέας):

κοκκινίζω

Παραδειγματικές φράσεις με κοκκινίζω

κοκκινίζω ως τα αφτιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский