Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προκόβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προκό|βω <-ψα, -μμένος> [prɔˈkɔvɔ] VERB αμετάβ

1. προκόβω (προοδεύω):

προκόβω

2. προκόβω (για φυτά):

προκόβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский