Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . μαυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [maˈvrizɔ] VERB μεταβ

2. μαυρίζω (ήλιος: το δέρμα):

μαυρίζω

3. μαυρίζω μτφ (καταψηφίζω):

μαυρίζω κάτοιον

II . μαυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [maˈvrizɔ] VERB αμετάβ

2. μαυρίζω (γίνομαι σκούρος):

μαυρίζω

4. μαυρίζω (διακρίνομαι):

μαυρίζω

Παραδειγματικές φράσεις με μαυρίζω

μαυρίζω κάτοιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский