Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαύρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαύρο [ˈmavrɔ] SUBST ουδ (χασίσι)

μαύρο
Hasch ουδ
καπνίζω μαύρο

Παραδειγματικές φράσεις με μαύρο

μαύρο σιτάρι
Buchweizen αρσ
μαύρο χιούμορ
μαύρο φασόλι
μαύρο σκοτάδι
μαύρο κουτί ΤΕΧΝΟΛ
Blackbox θηλ
μαύρο πρόβατο
μαύρο ψωμί
μαύρο κρασί
Rotwein αρσ
μαύρο έδαφος
καπνίζω μαύρο
ήταν (μαύρο) πίσσα
Rotwein αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский