Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μαύρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μαύρισμα [ˈmavrizma] SUBST ουδ

1. μαύρισμα (το να μαυρίσει κανείς κάτι):

μαύρισμα
Schwärzen ουδ

2. μαύρισμα (το να γίνει κάτι μαύρο):

μαύρισμα
Schwarzwerden ουδ

3. μαύρισμα (από τον ήλιο):

μαύρισμα
Braunwerden ουδ
τεχνητό μαύρισμα
φυσικό μαύρισμα

Παραδειγματικές φράσεις με μαύρισμα

τεχνητό μαύρισμα
φυσικό μαύρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский