Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυσικό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φυσικό [fisiˈkɔ] SUBST ουδ

φυσικό
Wesensart θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με φυσικό

φυσικό πρόσωπο ΝΟΜ
φυσικό λιμάνι
Naturhafen αρσ
φυσικό χάρισμα
φυσικό σφουγγάρι
φυσικό αντίσωμα
φυσικό αέριο
Erdgas ουδ
φυσικό πέτρωμα
φυσικό καουτσούκ
φυσικό φαινόμενο
φυσικό σύνορο
φυσικό κολλαγόνο
φυσικό προϊόν
φυσικό μαύρισμα
φυσικό τσιμέντο
φυσικό εκκρεμές ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский