Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χάρισμα [ˈxarizma] SUBST ουδ

1. χάρισμα (προσόν):

χάρισμα
Talent ουδ
χάρισμα
Gabe θηλ
φυσικό χάρισμα
natürliche Gabe θηλ

2. χάρισμα (δώρο):

χάρισμα

II . χάρισμα [ˈxarizma] ΕΠΊΡΡ (δωρεάν)

χάρισμα

Παραδειγματικές φράσεις με χάρισμα

φυσικό χάρισμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский