Ελληνικά » Γερμανικά

προικισμέν|ος <-η, -ο> [pricizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (ταλαντούχος)

προικισμένος

προικισμένος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
προικισμένος (με πόρους, με μέσα)
προικισμένος (με καλλονή, με χάρισμα)
προικισμένος με το χάρισμα της ...

Παραδειγματικές φράσεις με προικισμένος

προικισμένος με το χάρισμα της ...

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский