Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκκρεμές“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκκρεμ|ές <-ούς> [ɛkrɛˈmɛs] SUBST ουδ

1. εκκρεμές:

εκκρεμές
Pendel ουδ
αντιστρεπτό εκκρεμές
Umkehrpendel ουδ
αντιστρεπτό εκκρεμές
κυκλικό εκκρεμές
Kreispendel ουδ
κωνικό εκκρεμές
konisches Pendel ουδ
κωνικό εκκρεμές
Kegelpendel ουδ
μαγνητικό εκκρεμές
οριζόντιο εκκρεμές
εκκρεμές του Foucault
φυσικό εκκρεμές ΦΥΣ
Pendellänge θηλ
Pendelbreite θηλ

2. εκκρεμές (ρολόι):

εκκρεμές
Pendeluhr θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εκκρεμές

αντιστρεπτό εκκρεμές
μαγνητικό εκκρεμές
κυκλικό εκκρεμές
κωνικό εκκρεμές
οριζόντιο εκκρεμές
φυσικό εκκρεμές ΦΥΣ
κάτι παραμένει εκκρεμές
εκκρεμές του Foucault

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский