Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τσιμέντο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τσιμέντο [tsiˈmɛndɔ] SUBST ουδ

τσιμέντο
Zement αρσ
φυσικό τσιμέντο
Naturzement αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τσιμέντο

μαγνησιακό τσιμέντο
πουζολανικό τσιμέντο
φυσικό τσιμέντο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский