Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φυσικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φυσικ|ός <-ή, -ό> [fisiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. φυσικός (της φύσης):

φυσικός
natürlich, Natur-

II . φυσικ|ός [fisiˈkɔs] SUBST mf

φυσικός
Physiker(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με φυσικός

φυσικός νόμος
φυσικός αριθμός
φυσικός λίθος
Naturstein αρσ
φυσικός λογάριθμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский