Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνορο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνορο [ˈsinɔrɔ] SUBST ουδ meist πλ

Παραδειγματικές φράσεις με σύνορο

φυσικό σύνορο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский