Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκοτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σκοτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [skɔˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. σκοτώνω (θανατώνω):

σκοτώνω
σκοτώνω
σκοτώνω την ώρα μου
σκοτώνω κάποιον στο ξύλο

2. σκοτώνω μτφ (κατακουράζω, βασανίζω):

σκοτώνω

II . σκοτώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. σκοτώνομαι (αυτοκτονώ):

2. σκοτώνομαι (σε δυστύχημα):

3. σκοτώνομαι (κατακουράζομαι, προσπαθώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский